νουσοβαρής

νουσοβαρής
νουσο-βᾰρής, ές,
A caused by grievous disease,

θάνατος Supp.Epigr. 2.479

([place name] Olbia).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νουσοβαρής — και νοσοβαρής, ές (Α) (σχετικά με τον θάνατο) αυτός που προκλήθηκε από βαριά αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + βαρής (< βάρος), πρβλ. θυμο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • νοσοβαρής — νοσοβαρής, ές (Α) βλ. νουσοβαρής …   Dictionary of Greek

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”